2010



ROOMS 2010,  
Oπτικοακουστική εγκατάσταση, St.George Lycabettus Hotel, Αθήνα 
 
Επιμέλεια: Ειρήνη Σαββανή (Ιστορικός Τέχνης), 
Υπό την Αιγίδα: Kappatos Galery
Participation by invitation in an exhibition organised by the Kapatos Art Gallery in the ST George Lycabetus Hotel, Athens, Greece.  
Audio-visual installation, no title, variable dimensions. 
Curating Irini Savvani of the Historical Museum of the University of Athens



Είναι, θεωρώ, ευρέως αποδεκτό, ότι στις σύγχρονες κοινωνίες μας, γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ προσωπικού και δημόσιου χώρου. Ζούμε σε μια εποχή, όπου τόσο η φυσική μας παρουσία, όσο οι απόψεις μας, αλλά εν τέλει και η καθημερινότητά μας, μπορούν είτε ακούσια, είτε εκούσια, να δημοσιοποιηθούν.
Ποια είναι όμως στη πραγματικότητα, τα όρια μεταξύ Δημόσιου και Ιδιωτικού; Μπορούν οι δύο χώροι να συνυπάρξουν ή μήπως αλληλεπικαλύπτονται; Αυτά δείχνουν να είναι μερικά από τα ζητήματα που απασχολούν τη Μαρία–Ανδρομάχη Χατζηνικολάου, όπως διερεύνησε και στην πρόσφατη in situ εγκατάστασή της, «Το Καφενείο» (Χωριό Άγιος Λαυρέντιος, Πήλιο, Αύγουστος 2010). Στο παραπάνω έργο, η καλλιτέχνης, «ζωντάνεψε» το εγκαταλελειμμένο πια καφενείο της κεντρικής πλατείας του χωρίου, προβάλλοντας στο χώρο (τοίχους, καρέκλες, τραπεζάκια, κ.α.) τις σιλουέτες υπαρκτών προσώπων, πρώην θαμώνων του καφενείου.
Με τη συμμετοχή της στην έκθεση «Rooms 2010», η καλλιτέχνης επιχειρεί να ανασυστήσει το ίχνος της ανθρώπινης παρουσίας, έτσι όπως «αποτυπώνεται» στους βιωμένους χώρους. Συγκεκριμένα, η Μαρία–Ανδρομάχη Χατζηνικολάου αντιμετωπίζει την πρόκληση ενός δωματίου ξενοδοχείου: ενός χώρου, ο οποίος φέρει ήδη την «καταγραφή» των άγνωστων εφήμερων ενοίκων του. Εδώ, η καλλιτέχνης «αναβιώνει», με ιδιαίτερη ευαισθησία, όχι μόνο το ίχνος της φυσικής παρουσίας, αλλά και την μυστική αύρα του πνευματικού περάσματος της. Το έργο της, διεκδικεί την «ενεργοποίησή» του, μέσω της φυσικής παρουσίας του επισκέπτη. Ο ευαισθητοποιημένος θεατής, με την είσοδο του στο χώρο, διαισθάνεται ότι «εισβάλλει» ουσιαστικά σε έναν ήδη κατειλημμένο χώρο. Με τη φυσική του κίνησή στο δωμάτιο, γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι οι οικείες, ιδιωτικές, σκηνές, ενός, έστω και προσωρινά προσωπικού, χώρου, εκτίθενται σε δημόσια θέα, μετατρέποντάς τον από παθητικό επισκέπτη σε ενεργό voyeur.
Στην πραγματικότητα, η Μαρία–Ανδρομάχη Χατζηνικολάου, με την εγκατάστασή της, θέτει ζητήματα σχέσης και οριοθέτησης μεταξύ προσωπικής και κοινωνικής ζωής, δημόσιου και ιδιωτικού χώρου. Στη συγκεκριμένη περίπτωσή, όμως, το κοινό καλείται να λάβει θέση και να επιλέξει: θα είναι αντικείμενο θέασης ή συμμέτοχος θεατής; «ηδονοβλεψίας» ή στοχαστικός παρατηρητής;
Ειρήνη Σαββανή 
Ιστορικός τέχνης






Οδός Μητροπόλεως / Mitropoleos Street, Veria, Greece
Οπτικοακουστική εγκατάσταση / Υπόγειο πολυκατοικίας στην οδό Μητροπόλεως  / Βέροια 
Υπό την Αιγίδα: Υπουργείου Πολιτισμού ΙΖ΄ Εφορεία Προιστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Audio-visual installation, by invitation,  for the public opening of an archaeological site (remains of an ancient Roman road preserved in the foundation of a residential building). Under the auspices of the Municipality of Veria and the local chapter of the Ministry of Culture. 




























ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ/ The Coffee Shop, Agios Lavrentios, Pelion, Greece. 
Οπτικοακουστική εγκατάσταση στο κλειστό καφενείο του Τριανταφύλλη. 
 
Audio-visual installation in the premises of a defunct  traditional coffee shop, during the Music Village (international music workshops and festival)


The Kafenio (coffee shop, cafeteria) of Triantafyllis in the village of Agios Lavrentios was established in the mid-1910s and continued its operation until 1990. For several decades it was one of the favorite spots for meeting and social interaction. In its spacious hall, at least three generations of villagers came together, sat around the tables, talked, argued, drank, and forged their social bonds, almost throughout the 20th century. A space predominantly for men - at least until 1970 - it is still, behind its closed and dusty doors, a dynamic starting point for the recollection of the recent or more remote past. Maria-Andromachi Chatzinikolaou, inspired by this dynamic essence, invites its patrons anew to a special meeting, utilising imagination and memory as the building blocks of a fantastic small realm.
 
Το καφενείο του Τριανταφύλλη – που άνοιξε περί τα μέσα της δεκαετίας του 1910 και συνέχισε να λειτουργεί μέχρι και το 1990 – αποτέλεσε επί σειρά δεκαετιών έναν από τους πλέον αγαπητούς χώρους συνάθροισης και κοινωνικής επαφής των κατοίκων του Αγίου Λαυρεντίου. Στην ευρύχωρή του αίθουσα συνέρρευσαν, παρακάθισαν, συζήτησαν, διαπληκτίστηκαν, ήπιαν και συνταυτίστηκαν τουλάχιστον τρεις γενιές κατοίκων κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Χώρος κατεξοχήν αντρικός – τουλάχιστον μέχρι το 1970 – αποτελεί ακόμη και σήμερα, πίσω από τις κλειστές και σκονισμένες του πόρτες, ένα δυναμικό σημείο – αφετηρία ανάκλησης του κοντινού ή απώτερου παρελθόντος.
Η Μαρία - Ανδρομάχη Χατζηνικολάου, ορμώμενη από τη δυναμική αυτή, προσκαλεί για μία ακόμη φορά τους θαμώνες του καφενείου σε μία συνάθροιση ξεχωριστή, αξιοποιώντας τα υλικά της φαντασίας και της μνήμης.
 […] Γιατί δε μας αφήναν να πάμε στο μαγαζί. Είχαμε σεβασμό στον πατέρα μας. Δέκα χρόνια έκανε φαντάρος, κι όταν γύρισε, παντρεύτηκε κι έκανε το καφενείο. Τι; Θα τ’ έλεγα ‘γω να πάω στο μαγαζί; Ήθελα αλλά δεν έλεγα. Και τότε το είχαν χωρίσει. Κι έπαιρνα ένα σουγιαδάκ’, κι έβγαζα τους ρόζους απ’ το χώρισμα κι έβαζα τα μάτια και κοιτούσα, ποιοι πίναν, τι λέγαν, όλα. Και γυρνούσε το βράδυ ο Τάσος και τ’ έλεγα, πολλή κουβέντα απόψε, πού το ξέρεις;, με ρωτούσε, πού να το ξέρω;, απαντούσα, να, άκουγα, πού να το ξέρω αλλιώς; Κι αν με θέλαν κάτι, είχαμε κουδούνι, το βαρούσαν, φέρε το ‘να, φέρε τ’ άλλο. Άνοιγα την πόρτα και το ‘δινα. Μες στο μαγαζί δεν πατούσα. […] Στη γωνία λειτουργούσε κουρείο. Κάθε καφενείο είχε το κουρείο του. Κούρεμα, ξύρισμα. […] Τι στην Κατοχή; Τα καφενεία κάναν τη δουλειά τους, όπως πάντα. Ναι, πολιτικές συζητήσεις γινόντανε. Ο ένας απ’ τό ‘να κι ο άλλος απ’ τ’ άλλο κόμμα. Και χαρτάκι παίζανε. Πολύ χαρτάκ’. […] Εμένα όλ’ μ’ αγαπούσαν. Ήμαν το κορίτσι τ’ παζαριού. […] Από μεζέδες είχαμε πολλούς: καλαμαράκια, ψάρια, πουρέ, κεφτέδες, ταραμοκεφτέδες. Το καλύτερο ήταν τα σουπιαδάκια τα τηγανητά. […]
 Το ’60 απ’ αρραβώνιασα όμως άλλαξε αυτό. Γιατί δε μ’ άφηνε ο πατέρας μ’. Κουβαλούσα νερό απ’ το πρωί ως το βράδυ αλλά στο καφενείο δε μ’ άφηνε να καθίσω. Αλλά είπε ο Αποστόλης, εκεί θα μ’ ανταμώνεις, εκεί θα μιλάμε. Κι είπ’ ο πατέρας μ’, τώρα ό,τι πει ο αρραβωνιαστικός σ’. Κι άρχισα να βγαίνω. […] Ερχότανε ο κινηματογράφος. Πώς έγιν’ αυτό;… Ε, ήρθε αυτός απ’ είχε τον κινηματογράφο και κανονίσαν. Βάζαν τη μηχανή στο παράθυρο και δείχναν στον απέναντι τοίχο, αυτόν απ’ είν’ τώρα κολλητά στ’ Λουάρ’. Κόσμος χαμός, κι όποιος δεν είχε λεφτά κοιτούσε απ’ το παραθύρ’. […]  Όχι, εμείς τζουκ-μποξ δεν είχαμε. Είχαμε ραδιόφωνο. […] Όταν έκανα τα παιδιά, δεν τά ‘παιρνα μαζί μ’ το βράδυ, που βγαίναμε στο καφενείο. Τά ‘φηνα στην πεθερά. Θα τα βάλω για ύπνο και θα φύγω. Ήταν πολύ καλή γυναίκα η πεθερά μ’. Εγώ θα έβγαινα κάθε βράδυ. Ήμαν ακόμα το κορίτσι τ’ παζαριού. […] Μετά που πήραμε τηλεόραση ερχόταν όλο το χωριό να δει τους «Πανθέους». Και το πώς κατέβηκε ο Καραμανλής απ’ το αεροπλάνο, μες στο μαγαζί το είδαμε. Σαν τώρα το θυμάμαι. […] Οι αδελφοί μ’ ήταν γλεντζέδες. Και γλέντια κάνανε και τα πανηγύρια με τη δική μας ορχήστρα. Τους μουσικούς τους κοιμίζαμε στα σπίτια, δύο εδώ κι άλλοι δυο εκεί, τους μοιραζόμασταν. Τέσσερις νύχτες τους κοιμίζαμε στα σπίτια μας. […] Το χωριό μας, εμάς, ήταν από πάντα κοινωνικό. Καμία σχέση με τ’ άλλα. Και οι γυναίκες βγαίνανε, αν είχαν μουσαφιραίους. Θα τους βγάζανε μία βόλτα. Και τρώγανε υποβρύχιο και πίναν λεμονάδα. Τον Άη Λαυρέντ’ τον λέγανε ¨μικρό Παρίσι¨. Πολύ κοινωνικό χωριό, από πάντα. […] Το καλοκαίρι φέρναμε παγωτά από την ΕΒΓΑ. Χωνάκια. Είχε πολλές γεύσεις: βανίλια, σοκολάτα, φράουλα και πράσινο φιστίκι. […] Εμένα όλοι μ’ αγαπούσαν. Ήμαν το κορίτσι τ’ παζαριού. Πότε έκλεισε το καφενείο; Δε θυμάμαι. Πότε; Το ’90; Πριν πέντ’ έξι χρόνια, δηλαδή; Όχι; […]

Από συνέντευξη της Λενίτσας Δαδάνη,
μικρής κόρης του πρώτου ιδιοκτήτη
του καφενείου «Τριανταφύλλη»
(Για την αντιγραφή: Ασημένια Σαράφη)